ἀνακαλεῖ — ἀνακαλέω call up pres ind mp 2nd sg (attic epic doric ionic aeolic) ἀνακαλέω call up pres ind act 3rd sg (attic epic doric ionic aeolic) ἀνακαλέω call up fut ind mid 2nd sg (attic epic doric ionic) ἀνακαλέω call up fut ind act 3rd sg (attic epic… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ψυχαγωγός — ο / ψυχαγωγός, όν, ΝΜΑ (ως προσωνυμία τού Ερμού) αυτός που οδηγεί τις ψυχές τών νεκρών στον Κάτω Κόσμο, στον Άδη, ψυχοπομπός μσν. θελκτικός, ελκυστικός αρχ. 1. αυτός που ανακαλεί τις ψυχές τών νεκρών από τον Άδη με θυσίες και εξορκισμούς 2. αυτός … Dictionary of Greek
Clítor — Κλείτωρ Clítor Ciudad de la Antigua Grecia Datos generales Habitantes griegos Idioma g … Wikipedia Español
ενθύμιο — το (Α ως επίθ. ἐνθύμιος, ον) [θυμός] νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το ενθύμιο αντικείμενο που ανακαλεί κάτι στη μνήμη κάποιου, κάθε πράγμα που μάς υπενθυμίζει κάτι, ενθύμημα, θυμητάρι, θυμητικό («ενθύμιο φιλίας») μσν. το θηλ. ως ουσ. ἡ ἐνθύμιος… … Dictionary of Greek
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
μνημείο — Κάθε τι και κυρίως κάθε κτίσμα στήλη, τύμβος κλπ. που προορίζεται να συμβολίσει μια ιδέα ή να τιμήσει και να διαιωνίσει τη μνήμη κάποιου σημαντικού γεγονότος ή προσώπου. Τα προϊστορικά ντόλμεν, οι πυραμίδες, οι τύμβοι, είναι μνημεία αυτού του… … Dictionary of Greek
μνηστήρας — ο (ΑΜ μνηστήρ, Α δωρ. τ. μναστήρ) 1. αυτός που έχει δεσμευτεί με κάποια γυναίκα με αμοιβαία υπόσχεση γάμου, ο αρραβωνιαστικός («ἄνδρες παιδὸς τῆς ἐμῆς μνηστῆρες», Ηρόδ.) 2. μτφ. αυτός που επιδιώκει να πετύχει κάτι νεοελλ. αυτός που προβάλλει… … Dictionary of Greek
νεκυσσόος — και νεκυο(σ)σόος, ον (Α) αυτός που εγείρει, που ανακαλεί στη ζωή τους νεκρούς, που δίνει ζωή στους νεκρούς. [ΕΤΥΜΟΛ. < νέκυς «νεκρός» + σσόος (< σεύομαι «ξεσηκώνω, παρακινώ»), πρβλ. δημο σσόος, κυνο σσόος] … Dictionary of Greek
παλίμφημος — παλίμφημος, ον (Α και δωρ. τ. παλίμφαμος, ον) 1. αυτός που αναιρεί τα λόγια του, αυτός που ανακαλεί όσα είπε («παλίμφαμος ἀοιδά» η παλινωδία, Ευρ.) 2. κακόφημος, δύσφημος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πάλιν + φημος (< φήμη), πρβλ. πολύ φημος] … Dictionary of Greek
παλινάγρετος — παλινάγρετος, ον (Α) 1. αυτός που ανακαλείται («[ἔπος] παλινάγρετον οὐδ ἀπατηλόν», Ομ. Ιλ.) 2. αυτός τον οποίο μπορεί να ανακτήσει κάποιος 3. (για τον φιλόσοφο Αρκεσίλαο) αυτός που ανακαλεί τους λόγους του. [ΕΤΥΜΟΛ. < πάλιν + άγρετος (<… … Dictionary of Greek